- ραβδοειδής
- ης, ες похожий на палку, трость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥαβδοειδής — striped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα ράβδου, ο όμοιος με ράβδο («ῥαβδοειδὴς πόα», Διοσκ.) νεοελλ. αυτός που έχει γραμμές, γραμμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + ειδής*] … Dictionary of Greek
ῥαβδοειδεῖς — ῥαβδοειδής striped masc/fem acc pl ῥαβδοειδής striped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδοειδές — ῥαβδοειδής striped masc/fem voc sg ῥαβδοειδής striped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδοειδέσι — ῥαβδοειδής striped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδοειδέσιν — ῥαβδοειδής striped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… … Dictionary of Greek
ραβδώδης — ῶδες, Μ [ῥάβδος] ραβδοειδής … Dictionary of Greek
ράβδωση — η ραβδοειδής γραμμή: Στους αρχαίους ναούς οι κίονες έχουν συνήθως ραβδώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)